DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
estampado n
commun. γκοφράρισμα; σχηματογράφημα
estampado v
chem. διαμόρφωση στην πρέσα; εκτύπωση
commun. γκοφραρισμένος με σίδερο; σχηματοτύπωμα
el. ανάγλυφη αποτύπωση
industr., construct. ανάγλυφη κατεργασία; τόρευση
industr., construct., met. ζαρωμένη επιφάνεια
met. εκτύπωση με καλούπι; σταμπάρισμα; ανισόπαχη διαμορφωτική τύπωση
estampar v
commun. αποτυπώνω; εντυπώνω; κάνω ανάγλυφο; τυπώνω; γκοφράρω; σχηματογραφώ; σχηματοτυπώνω
industr., construct. αποτυπώνω σε ανάγλυφο
estampa v
commun. διακόσμηση,βινιέτα στοιχειοχύτη
cultur. έντυπη εικόνα; γραβούρα
industr., construct., chem. εσωτερική κοιλότης καλουπιού
met. καλούπι; στάμπα
nat.sc., agric. διάπλαση
estampado
: 84 phrases in 15 subjects
Agriculture2
Chemistry4
Communications3
Cultural studies3
Finances1
General3
Immigration and citizenship1
Industry32
Information technology2
Life sciences1
Mechanic engineering7
Metallurgy12
Religion1
Technology9
Transport3