dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
base | |
commun. | θηλυκή πρίζα; κυψέλη; πρίζα; υποδοχή βύσματος |
el. | βάση ασφάλειας; υποδοχή |
forestr. | υποστρώματα |
industr. construct. chem. | Bάση μηχανής; Πέλμα βάσεως |
estación transceptora de base : 2 phrases in 1 subject |
Communications | 2 |