establecimiento | |
agric. | ανάπτυξη; εγκατάσταση |
busin. labor.org. | επαγγελματική εγκατάσταση ; εγκατάσταση' δημιουργία' καθιέρωση' εγκαθίδρυση' αποκατάσταση |
econ. | κατάστημα |
environ. | φύτευση; δασοσυστάδα |
fin. industr. | κύρια εγκατάσταση; έδρα επιχειρηματικής δραστηριότητας |
law busin. labor.org. | τόπος επιχειρηματικής δραστηριότητας; κατοικία |
a | |
comp., MS | μέσος |
fijación | |
industr. | υπερθέρμανση βουλκανισμένου ελαστικού |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
establecimiento o fijación : 1 phrase in 1 subject |
General | 1 |