establecimiento | |
agric. | ανάπτυξη; εγκατάσταση |
busin. labor.org. | επαγγελματική εγκατάσταση ; εγκατάσταση' δημιουργία' καθιέρωση' εγκαθίδρυση' αποκατάσταση |
econ. | κατάστημα |
environ. | φύτευση; δασοσυστάδα |
fin. industr. | κύρια εγκατάσταση; έδρα επιχειρηματικής δραστηριότητας |
law busin. labor.org. | τόπος επιχειρηματικής δραστηριότητας; κατοικία |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
establecimiento de conexión : 2 phrases in 2 subjects |
Communications | 1 |
Electronics | 1 |