DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Espejo m
comp., MS Καθρέπτης
espejo v
agric. άβακας πρύμνης; παπαδιάκν.; καθρέφτης του πώματος της φιάλης
industr., construct. γραμμή ξηρού
leath. καθρέφτης
med. ανακλαστήρας; αντανακλαστήρας; αντανακλαστικό κάτοπτρο
stat., commun., scient. ανακλόν κάτοπτρο; κάτοπτρο
transp., mech.eng. πέδιλο ολίσθησης
espejo
: 136 phrases in 20 subjects
Agriculture3
Chemistry6
Coal1
Communications2
Cultural studies3
Earth sciences22
Electronics21
Energy industry3
Fish farming pisciculture4
Forestry1
General3
Industry18
Information technology1
Life sciences20
Medical8
Microsoft3
Municipal planning3
Natural sciences7
Physical sciences1
Transport6