DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
espada f
agric. αμολητή
forestr. λάμα οδήγησης αλυσίδας αλυσοπρίονου
espada v
agric. μακρού μήκους παραγωγική μονάδα
fish.farm. ασημόψαρο (Trichiurus lepturus(Linnaeus)); λεπτουροσπαθόψαρο (Trichiurus lepturus(Linnaeus)); σπαθόψαρο (Trichiurus lepturus(Linnaeus))
hobby ξίφος (spatha); μακρύ και ίσιο σπαθί
life.sc., fish.farm. σπαθόψαρο-ήλιος (Lepidopus caudatus)
espadar v
industr., construct. άνοιγμα; βατοποίηση
espada
: 12 phrases in 7 subjects
Agriculture1
Forestry3
Industry3
Life sciences2
Mechanic engineering1
Natural resourses and wildlife conservation1
Textile industry1