| |||
αμολητή | |||
λάμα οδήγησης αλυσίδας αλυσοπρίονου | |||
| |||
μακρού μήκους παραγωγική μονάδα | |||
ασημόψαρο (Trichiurus lepturus(Linnaeus)); λεπτουροσπαθόψαρο (Trichiurus lepturus(Linnaeus)); σπαθόψαρο (Trichiurus lepturus(Linnaeus)) | |||
ξίφος (spatha); μακρύ και ίσιο σπαθί | |||
σπαθόψαρο-ήλιος (Lepidopus caudatus) | |||
| |||
άνοιγμα; βατοποίηση |
espada : 12 phrases in 7 subjects |
Agriculture | 1 |
Forestry | 3 |
Industry | 3 |
Life sciences | 2 |
Mechanic engineering | 1 |
Natural resourses and wildlife conservation | 1 |
Textile industry | 1 |