espaciado | |
transp. avia. | διαχωρισμός |
espacio | |
commer. | περίπτερο |
commun. | αραίωση; τοποθέτηση κατά διαστήματα |
environ. | διάστημα; διάστημα |
IT dat.proc. | κενός χαρακτήρας; κενός χώρος; χώρος |
life.sc. | διάστημα |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
seguridad | |
environ. | ασφάλεια |
| |||
περίπτερο | |||
αραίωση; τοποθέτηση κατά διαστήματα; διάστημα μεταλλικό | |||
απώτερο διάστημα | |||
κενός χαρακτήρας; κενός χώρος; χώρος | |||
διάστημα | |||
κενό | |||
| |||
αραιώνω; αφήνω διάστημα; διαχωρίζω; παρεμβάλλω χρονικό διάστημα | |||
| |||
αραίωση | |||
| |||
διάστημα; διάστημα διαπλανητικός χώρος | |||
| |||
διαχωρισμός |
espacio de seguridad : 6 phrases in 6 subjects |
General | 1 |
Health care | 1 |
Immigration and citizenship | 1 |
Law | 1 |
Politics | 1 |
Social science | 1 |