escrita | |
life.sc. fish.farm. | βάτος; ξανθόβατος |
escrito | |
gen. | έργο; σύγγραμμα |
law | δικσγραφo; δικσγραφo πρoσφυγής; δικσγραφo της πρoσφυγής |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
recursos | |
environ. | πόροι |
| |||
έργο; σύγγραμμα | |||
δικσγραφo; δικσγραφo πρoσφυγής | |||
| |||
εγγράφω; οικογένεια; εισάγω; πληκτρολογώ | |||
γράφω | |||
αναφέρω γραπτώς | |||
| |||
δικσγραφo της πρoσφυγής | |||
έγγραφο ντοκουμέντο; γραπτό τεκμήριο; συμβόλαιο; συμφωνία | |||
| |||
βάτος (Raja brachyura); ξανθόβατος (Raja brachyura); ράσα (Raja brachyura); σελάχι (Raja brachyura) | |||
Spanish thesaurus | |||
| |||
Una afirmación escrita que cada una de las partes somete al tribunal para explicar por qué el tribunal debe fallar a su favor |
escrito de recurso : 2 phrases in 2 subjects |
Law | 1 |
Politics | 1 |