laminado | |
chem. | έλαση |
industr. construct. | δέρμα στρωματοποίησης |
industr. construct. met. | διαδικασία κυλίνδρισης |
textile | εξέλαση |
laminar | |
industr. construct. | εξελαύνω; ενισχύω με επένδυση; ελασματοποιώ; κατασκευάζω υλικό με συγκόλληση λεπτοτάτων φύλλων |
met. | πλακοειδής |
lámina | |
construct. | λεπτό κέλυφος |