DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
erial adj.
earth.sc. χέρσος αγρός; αγρός σε αγρανάπαυση; ακαλλιέργητος αγρός
environ. χέρσο έδαφος,εγκαταλειμμένο έδαφος
eriales
: 2 phrases in 2 subjects
Agriculture1
Environment1