DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
envejecimiento m
agric. παλαίωση; ωρίμανση
agric., industr. βραδεία ζύμωση
coal., chem. γηρασμός; χρόνος αποθήκευσης
econ., market. αχρήστευση; αχρηστία,αχρήστευσις
el. αρχική δοκιμασία σε ακραίες συνθήκες λειτουργίας; δοκιμασία; προληπτική γήρανση
health. γήρας; γηρατειά; κατάταξη κατά ηλικία
industr., construct. ωρίμαση
med. Γήρανση
met. γήρανση
transp. ελάττωση λειτουργίας
envejecimiento
: 99 phrases in 18 subjects
Agriculture5
Chemistry1
Communications2
Demography3
Economy3
Electronics7
Environment1
Food industry1
General8
Health care7
Industry13
Labor law2
Materials science6
Metallurgy23
Social science5
Statistics1
Technology8
Transport3