Certificados | |
comp., MS | Πιστοποιητικά |
certificado | |
commun. | δικαιολογητικό; κατατεθειμένο αντίτυπο |
commun. IT | πιστοποιητικό χρήστη |
comp., MS | πιστοποιητικό |
ed. | πιστοποιητικό περάτωσης των σπουδών; δίπλωμα |
fin. | τίτλος παραστατικός τίτλος |
law | έγγραφη βεβαίωση; έγγραφη πιστοποίηση |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
recibo | |
gen. | πίσημη απόδειξη |
Spanish thesaurus | |||
| |||
El tema discutido en un desacuerdo entre las partes en un juicio; Enviar oficialmente, como cuando un tribunal emite una orden |
envío : 74 phrases in 17 subjects |