DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
ensayo m
gen. πρόβα
mater.sc. έλεγχος συσκευασίας
ensayo v
econ. δοκιμή
environ. δίκη; δοκιμασία; εξέταση; ανάλυση (μεταλλεύματος); δοκιμή/δοκιμασία/εξέταση/δίκη
mater.sc. δοκιμασία συσκευασίας
math. πείραμα
pharma., environ. δοκιμασία/ανάλυση μεταλλεύματος
tech., industr., construct. δοκίμιο
ensayo de adherencia de la
: 1 phrase in 1 subject
Materials science1