DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
enjaretados m
transp. σχάρα εδάφους; σχάρα φρεατίων
enjaretado v
agric. εντερονίδα; σανίδα επίστρωσης; σανίδα φοδραρίσματοςκν.
transp., nautic., fish.farm. αστραγαλιάκν.; επηγκενίδες εσωτερικού πυθμένα
enjaretado
: 3 phrases in 1 subject
Transport3