DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
encoger v
industr., construct. συστέλλω στον αργαλειό
mater.sc., chem. συρρικνούμαι; συστέλλομαι
encogerse v
mater.sc., chem. συστέλλομαι; συρρικνούμαι