DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
enclaves territoriales
gen. εδαφικοί θύλακες έξω από τη γεωγραφική επικράτεια
account. θύλακες μέσα στη γεωγραφική επικράτεια
enclave territorial
commer., fin., geogr. περιφραγμένη περιοχή
econ. θύλακας