DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | adjective | to phrases
encargado m
law εκπρόσωπος
encargado adj.
gen. υπεύθυνο άτομο
demogr., agric. διευθυντής γεωργικής εκμετάλλευσης
law στέλεχος; εντεταλμένος
law, construct. αρχιεργάτης
law, lab.law. αρχηγός μιας ομάδας εργατών σιδήρου; υπεύθυνος μιας ομάδας εργατών στην σιδηρουργία
encargado de obras
: 1 phrase in 1 subject
Agriculture1