DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
encargado adj.
gen. υπεύθυνο άτομο
demogr., agric. διευθυντής γεωργικής εκμετάλλευσης
law στέλεχος; εντεταλμένος
law, construct. αρχιεργάτης
law, lab.law. αρχηγός μιας ομάδας εργατών σιδήρου; υπεύθυνος μιας ομάδας εργατών στην σιδηρουργία
encargada
: 49 phrases in 16 subjects
Business1
Chemistry1
Commerce1
Communications1
Data processing1
Environment1
Finances2
General22
Immigration and citizenship1
Labor law1
Law9
Marketing1
Nuclear physics1
Politics1
Procedural law1
Transport4