DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
encapsulado n
el. εγκλεισμός; ενθήκευση; ενθυλάκωση
encapsulado v
chem. Συσκευασία σε καψούλες
comp., MS περιτύλιξη
el. σφράγισμα; συσκευασία; πακέτο εγκλεισμού; περίβλημα εγκλεισμού; πακετάρισμα
transp., met. αντιδιαβρωτική περικάλυψη
encapsular v
comp., MS περιτυλίγω
cultur. εγκλωβίζω
encapsulado
: 40 phrases in 8 subjects
Chemistry2
Earth sciences2
Electronics17
Information technology12
Mechanic engineering2
Microsoft1
Nuclear and fusion power2
Nuclear physics2