DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
encapsulación f
chem. στεγανός εγκλωβισμός
el. συσκευασία
environ. ενθυλάκωση; εγκλεισμός; εγκύστωση; ενθήκευση; καψυλίωση; ενθυλάκωση/ενθήκευση/εγκύστωση/καψυλίωση/εγκλεισμός
med. εγκύστωσις; ενθυλάκωσις