DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
empuje m
mech.eng. πίδακας ρευστού από εγχυτήρα
empuje v
earth.sc., el. έλξη
mech.eng. ταχύρευμα εξαγωγής καυσαερίων; προωθητική δύναμη
nat.sc., el. πυραυλική προώθηση
transp. ρυμούλκηση; δύναμη προώσεως; ωθητική δύναμη; ωστική δύναμη; ώση; σπρώξιμο; ώθηση
transp., mech.eng. προώθηση
empuje de cola
: 2 phrases in 1 subject
Transport2