DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
empalme
 empalmar
met. συνδέω
 empalme
commun. transp. συμβολή
energ.ind. industr. σημείο σύνδεσης
industr. construct. συναρμογή
math. ωρίμανση
mech.eng. άρμωση; μοντάρισμα
med. συγκόλληση
met. el. συνδετικό εξάρτημα
transp. κόμβος μορφής "Υ"
por fusión
- only individual words found

noun | verb | to phrases
empalme m
mech.eng. άρμωση; μοντάρισμα
transp., construct. έλασμα ενίσχυσης γωνιάς
empalme v
commun., transp. συμβολή
earth.sc., mech.eng. απόληξη; τάπωμα
el. ένωση καλωδίων; συνένωση καλωδίων; σύνδεση
energ.ind., industr. σημείο σύνδεσης
industr., construct. συναρμογή; αρμός
math. ωρίμανση
mech.eng. ένωση; μάτιση; ματισιά; μάτισμα
med. συγκόλληση
met. μετωπιαία σύνδεση; συναρμογή κατ'άκρα
met., el. συνδετικό εξάρτημα
tech., industr., construct. σημείο συγκόλλησης
transp. κόμβος μορφής "Υ"; διακλάδωση; παρακαμπτήρια γραμμή
transp., construct. κομβοέλασμα
empalmes v
IT, mech.eng. σύνδεσμοι; συνδέσεις
empalmado v
tech., forestr. ένωση
empalmar v
met. συνδέω
empalme por
: 7 phrases in 4 subjects
Electronics1
Industry1
Information technology1
Metallurgy4