dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
lodo | |
chem. | πολτός |
environ. industr. | ίλυς προερχόμενη από εργασίες βυθοκόρησης; ίλυς προερχόμενη από εργασίες καθαρισμού; ιλύς; ιλύς καθαρισμού |
industr. construct. met. | λάσπη |
life.sc. agric. | γαιοπολτός |
nat.sc. chem. | εμβύθιση σε ιλύ |