dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
Ello | |
med. | αυτό; εκείνο |
diferencial | |
gen. | Διαφορικός |
fin. insur. | περιθώριο |
industr. construct. | διαφορική φάση κοπ ής στάγματος |
market. fin. | διαφορά τιμής μεταξύ ποιοτήτων και σημείων παράδοσης του ιδίου εμπορεύματος |
mech.eng. | ασυμμετρική ισχύς; διαφορική ισχύς |
diferencia | |
IT | διαφορά |