DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
durmiente m
agric. υπόβαθρι; εσχάρα; στοίβα
agric., construct. σταθερό πλαίσιο
construct. συζευκτική δοκός; στρωτήρ; δοκός στέψεως; ζύγωμα παραθύρου; κάτω τραβέρσα παραθύρου
health. ζυγοδόκη; κάτω κουρζέτο των καμαριώνκν.
transp., met. στρωτήρας σιδηροδρομικών γραμμών
durmiente
: 21 phrases in 3 subjects
Materials science1
Natural sciences4
Transport16