Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Spanish
⇄
Greek
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
duración excesiva del
|
tiempo
tiempo
environ.
χρόνος
;
καιρός
;
φορά
;
χρονικό διάστημα
;
ώρα
;
καιρικές συνθήκες
|
de tránsito
de tránsito
commun.
διαμετακόμιση
- only individual words found
Get short URL
|
Language Selection Tips