Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Spanish
⇄
Greek
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
duración contractual
|
de
dé
earth.sc.
ηλεκτρόδιο σχήματος D
un
|
préstamo
préstamo
gen.
δανεισμός
construct.
πλευρική εκχωμάτωση δανεισμού
econ.
δανειοδότηση
market.
προκαταβολή ναύλου
;
δάνειο
;
πίστωση δανείου
;
προκαταβολή
- only individual words found
Get short URL
|
Language Selection Tips