DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
dosificador m
agric. δοσιμετρική διάταξη; εκχυτήρας υγρού λιπάσματος
construct. δοσομετρική εγκατάστασις
mech.eng. δοσομετρικός ρυθμιστής
Dosificador m
commer. Δοσιμετρικό εξάρτημα
dosificadores
: 64 phrases in 12 subjects
Agriculture16
Chemistry10
Commerce1
Health care3
Industry4
Labor law1
Materials science1
Mechanic engineering13
Medical3
Metallurgy5
Technology4
Transport3