Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Spanish
⇄
Greek
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
dosificación por
|
volumen
volumen
gen.
ένταση ακουστικού σήματος
;
ακουστική ένταση
commun.
τόμος
comp., MS
ένταση
fin.
όγκος συναλλαγών
industr. construct. chem.
διόγκωση
;
όγκος
- only individual words found
Get short URL
|
Language Selection Tips