DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
doble
 doblado
earth.sc. met. δίπλωμα; κάμψη
industr. διμερισμός
industr. construct. αναδίπλωση
industr. construct. met. λεπτή επικάλυψη γυαλιού
tech. industr. construct. δίπλιασμα
 doblar
industr. construct. ενισχύω με επένδυση; διπλιάζω; διπλώνω
 doble
health. διπλός
| válvula
 válvula
tech. mech.eng. ογκομετρική βάνα
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| retención
 retención
econ. παρακράτηση στην πηγή
- only individual words found

to phrases
doblar v
commun. πτύσσω
doblado v
earth.sc., met. δίπλωμα; κάμψη
industr. διμερισμός
industr., construct. αναδίπλωση
doblar v
industr., construct. ενισχύω με επένδυση; διπλιάζω; διπλώνω; πακετάρω; τυλίγω
doblado v
industr., construct., met. λεπτή επικάλυψη γυαλιού
tech., industr., construct. δίπλιασμα
doble v
health. διπλός
med. διπλό
doble válvula
: 9 phrases in 2 subjects
Chemistry2
Mechanic engineering7