DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
dispositivo
 Dispositivos
comp., MS Συσκευές
 dispositivo
comp., MS συσκευή
earth.sc. mech.eng. διάταξη
environ. el. ηλεκτρονικό εξάρτημα; ηλεκτρονικό στοιχείο
labor.org. industr. μηχανισμός
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| apoyo
 apoyo
construct. βάθρο; στήριξη
- only individual words found

noun | adjective | to phrases
dispositivo m
environ., el. ηλεκτρονικό εξάρτημα
labor.org., industr. μηχανισμός
law μηχάνημα
dispositivo adj.
comp., MS συσκευή
earth.sc., mech.eng. διάταξη
environ., el. ηλεκτρονικό στοιχείο
Dispositivos adj.
comp., MS Συσκευές
dispositivo de apoyo
: 2 phrases in 2 subjects
Medical1
Metallurgy1