DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | adjective | to phrases
disposición m
commun. διάταξις έργου; σχέδιο εργασίας; ειδοποιητήριο εισπράξεως; ειδοποίησις καταβολής
comp., MS διάταξη
IT Παράθεση δεδομένων
law συστατική πράξη; διάθεση; διαταγή; ενέργεια; διοικητική εντολή
law, construct. σύστημα δόμησης
law, lab.law. εντολή; παράγγελμα
transp. ενέργεια διευθετήσεως
disposiciones m
law προδιαγραφές
 Spanish thesaurus
disposición adj.
law La decisión final del tribunal en una disputa
disposición relativa a la
: 2 phrases in 1 subject
Chemistry2