Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Spanish
⇄
Greek
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
disminución del
|
empleo
emplear
law lab.law.
απασχολώ έναντι ανταλλάγματος
empleo
environ.
απασχόληση
;
εργασία
immigr.
πρόσληψη
lab.law.
διαμεσολάβηση για την εξεύρεση εργασίας
law
δημόσιο λειτούργημα
;
λειτούργημα
;
υπηρεσία
law lab.law.
σχέση εργασίας
;
θέση
- only individual words found
Get short URL
|
Language Selection Tips