Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Spanish
⇄
Greek
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
disminución
|
de
dé
earth.sc.
ηλεκτρόδιο σχήματος D
|
la
Ello
med.
αυτό
;
εκείνο
|
capacidad
Capacidad
comp., MS
Δυνατότητα
capacidad
chem. met.
χωρητικότητα σε αέριο
comp., MS
χωρητικότητα
el.
ηλεκτρική χωρητικότητα
IT transp.
ικανότητα
law
εξουσιοδότηση
laboral
- only individual words found
Get short URL
|
Language Selection Tips