dipolo | |
commun. | δίπολο ενός μήκους κύματος; δίπολο λ; δίπολο λ/2; δίπολο μισού μήκους κύματος |
commun. el. | δίκτυο δύο ακροδεκτών; διπολική διάταξη |
earth.sc. | δίπολον |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
media | |
commun. | μέσα ενημέρωσης |
onda | |
life.sc. el. | κÙμα |
| |||
δίπολο ενός μήκους κύματος; δίπολο λ; δίπολο λ/2; δίπολο μισού μήκους κύματος | |||
δίκτυο δύο ακροδεκτών; διπολική διάταξη | |||
δίπολον | |||
διπολική κεραία; δίπολο |
dipolo de media onda : 2 phrases in 1 subject |
Communications | 2 |