DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
dictamen
 dictamen
gen. πραγματογνωμοσύνη
econ. γνώμη; γνωμοδότηση; γνώμη
econ. pharma. πιστοποίηση
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
sometimiento | a
 a
comp., MS μέσος
| la
 Ello
med. αυτό; εκείνο
destilación | obligatoria
 obligatorio
law αναγκαστικός
- only individual words found

to phrases
dictamen m
gen. πραγματογνωμοσύνη
econ. γνώμη; γνωμοδότηση
econ., pharma. πιστοποίηση
dictamen UE m
econ. γνώμη
dictámenes m
law γνωμοδοτήσεις
dictamen de sometimiento a la
: 1 phrase in 1 subject
Agriculture1