diagrafía | |
med. | διαγραφία; πληθυσμογραφία; πληθυσμοδιαγραφία |
continua | |
industr. construct. | συνεχόμενη πετσέτα |
continuo | |
econ. met. | συνεχής |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
velocidad | |
gen. | ταχύτητα εκτέλεσης εργασίας; γραμμική ταχύτητα |
| |||
διαγραφία; πληθυσμογραφία; πληθυσμοδιαγραφία |
diagrafía continua : 1 phrase in 1 subject |
Life sciences | 1 |