desviación | |
chem. | παράκαμψη |
comp., MS | διακύμανση |
fin. | αλλαγή δρομολογίου |
IT tech. | ολίσθηση |
mater.sc. | διαφορά |
math. | αποκλίνουν; απόκλιση |
stat. | συστηματική απόκλιση; συστηματική μεταβολή |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
Ello | |
med. | αυτό |
corrientes comerciales | |
gen. | ρεύμα συναλλαγών; ροή συναλλαγών; εμπορική ροή; εμπορικό ρέυμα |
desviación de las : 4 phrases in 2 subjects |
Finances | 2 |
Metallurgy | 2 |