desvanecimiento | |
commun. el. | διάλειψη σημάτων; αυξομείωση; διάλειψη |
debe | |
account. | χρέωση |
a | |
comp., MS | μέσος |
Ello | |
med. | αυτό; εκείνο |
| |||
διάλειψη σημάτων; αυξομείωση; διάλειψη | |||
εξασθένηση |
desvanecimiento debido a la : 2 phrases in 1 subject |
Electronics | 2 |