DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
desvío m
agric., construct. διακλάδωσις σιδηροδρομικής γραμμής
astronaut., transp. εκτροπή λόγω αποχωρισμού ράγας εκτόξευσης
commun. παράκαμψη
commun., industr. εκτροπή
el. αναδρομολόγηση; εναλλακτική δρομολόγηση; εναλλακτική κατεύθυνση; εναλλακτική όδευση
forestr. ελιγμός; κίνηση ελιγμού
stat. απόκλισις; μεροληψία; παραμόρφωση; συστηματικό σφάλμα; αποκλίνουν; απόκλιση
transp. παρακαμπτήριος; εκτροπή από το δρομολόγιο
transp., agric. σύνδεση
transp., avia. εκτροπή / διαφοροποίηση αεροδρομίου προορισμού
transp., construct. κούνημα; παρέκκλιση
desvìo m
math. απόκλιση; αποκλίνουν
desvio m
earth.sc. απόκλιση
desviar v
comp., MS προώθηση; προωθώ
desvío de llamada
: 6 phrases in 2 subjects
Communications5
Microsoft1