DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
desvìo m
math. απόκλιση; αποκλίνουν
desvío m
agric., construct. διακλάδωσις σιδηροδρομικής γραμμής
astronaut., transp. εκτροπή λόγω αποχωρισμού ράγας εκτόξευσης
commun. παράκαμψη
commun., industr. εκτροπή
el. αναδρομολόγηση; εναλλακτική δρομολόγηση; εναλλακτική κατεύθυνση; εναλλακτική όδευση
forestr. ελιγμός; κίνηση ελιγμού
stat. απόκλισις; μεροληψία; παραμόρφωση; συστηματικό σφάλμα; αποκλίνουν; απόκλιση
transp. παρακαμπτήριος; εκτροπή από το δρομολόγιο
transp., agric. σύνδεση
transp., avia. εκτροπή / διαφοροποίηση αεροδρομίου προορισμού
transp., construct. κούνημα; παρέκκλιση
desvio m
earth.sc. απόκλιση
desviar v
comp., MS προώθηση; προωθώ
desvìo
: 91 phrases in 18 subjects
Agriculture2
Communications21
Construction3
Earth sciences1
Economy1
Electronics5
General5
Health care1
Industry4
Information technology1
Insurance2
Law1
Mathematics6
Mechanic engineering6
Microsoft5
Scientific1
Statistics9
Transport17