destrucción | |
gen. | κατακερματισμός δομής βλήματος |
agric. | καταστροφή της βλάστησης; περιορισμός της βλάστησης |
forestal | |
agric. | δασονόμος,δασοκόμος,δασολόγος; δασικός υπάλληλος |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
cubierta | |
agric. | επίβαση |
commun. | κάλυμμα βιβλίου |
transp. | κάλυψη |
| |||
κατακερματισμός δομής βλήματος | |||
καταστροφή της βλάστησης; περιορισμός της βλάστησης | |||
καταστροφή |
destrucción forestal : 1 phrase in 1 subject |
Environment | 1 |