destrucción | |
gen. | κατακερματισμός δομής βλήματος |
agric. | καταστροφή της βλάστησης; περιορισμός της βλάστησης |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
energía | |
gen. | ενεργητικότητα; νεύρο |
commun. | ισχύς |
| |||
κατακερματισμός δομής βλήματος | |||
καταστροφή της βλάστησης; περιορισμός της βλάστησης | |||
καταστροφή |
destrucción de : 2 phrases in 2 subjects |
Chemistry | 1 |
General | 1 |