DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
desfibrado
 desfibrado
forestr. μηχανική πολτοποίηση
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| astillas
 astilla
forestr. ξύλο θρυμματισμού
forestr. energ.ind. construct. ροκανίδι
 astillado
industr. construct. chem. θραύσμα
- only individual words found

to phrases
desfibrado adj.
forestr. μηχανική πολτοποίηση
industr., construct. άνοιγμα του βαμβακιού από δέμα σε φλόκο-νιφάδες; αποΐνωση; αποΐνωσις; ξάση
desfibrado de
: 1 phrase in 1 subject
Industry1