desfibrado | |
forestr. | μηχανική πολτοποίηση |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
astilla | |
forestr. | ξύλο θρυμματισμού |
forestr. energ.ind. construct. | ροκανίδι |
astillado | |
industr. construct. chem. | θραύσμα |
| |||
μηχανική πολτοποίηση | |||
άνοιγμα του βαμβακιού από δέμα σε φλόκο-νιφάδες; αποΐνωση; αποΐνωσις; ξάση |
desfibrado de : 1 phrase in 1 subject |
Industry | 1 |