DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
desconectar v
commun., IT αποσυνδέομαι
comp., MS αποσύνδεση; αποσυνδέω; απενεργοποίηση
el. το αποσυνδέειν χειροκινήτως; διακόπτω; το αποζεύγνειν χειροκινήτως
transp., mech.eng. να αφεθεί; να απαγκιστρωθεί; να απασφαλισθεί
desconectado v
comp., MS αποσυνδεδεμένος; εκτός σύνδεσης
mech.eng. θέση "εκτός" διακόπτη ασφαλείας ηλεκτρικού κυκλώματος
Desconectado v
comp., MS Εκτός σύνδεσης; Εμφάνιση εκτός σύνδεσης
desconectar
: 8 phrases in 5 subjects
Communications3
Electronics1
Mechanic engineering1
Microsoft1
Transport2