DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | verb
derrumbe m
earth.sc. κατολίσθησηεδάφους
earth.sc., construct. ερπυσμός εδάφους; κατολίσθηση εδάφους; κατολίσθισις γαιών
derrumbe v
earth.sc. υποσκαφή παρειών γεωτρητικού φρέατος; κατολίσθησις
earth.sc., construct. ολίσθηση του εδάφους
derrumbarse v
mater.sc., met. καταρρέω