DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
derivado m
gen. παράγωγη λέξη; παράγωγο
fin. παράγωγο χρηματοοικονομικό μέσο
derivados m
med. επισπαστικός; παραγωγικός; παροχετευτικός
derivados sobre derechos de
: 1 phrase in 1 subject
Insurance1