DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | adjective | to phrases
derecho n
tech., industr., construct. επάνω μεριά υφάσματος
derechos adj.
account. απαιτήσεις/χρέη/υποχρεώσεις
environ. δικαιώματα; δικαίωμα (χρήσης); συγγραφικά δικαιώματα; δικαίωμα χρήσης/συγγραφικά δικαιώματα
derecho ciencia adj.
environ. νομική; νομικά; νομική επιστήμη/νομικά; νομική επιστήμη/νομικά
derecho adj.
law δικαίωμα; εξουσία
tech., industr., construct. πρόσοψη υφάσματος
derecho de paso
: 5 phrases in 2 subjects
Law3
Transport2