Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Spanish
⇄
Greek
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
depreciación del
|
capital
capital
busin.
ίδια κεφάλαια
;
ίδιο κεφάλαιο
;
καθαρή λογιστική θέση
econ.
πρωτεύουσα
fin.
κεφαλαιακός εξοπλισμός
;
συμμετοχή στο κεφάλαιο
law fin. account.
κεφάλαιο
- only individual words found
Get short URL
|
Language Selection Tips