decretar | |
law | εκδίδω διάταγμα; δημοσιεύω; εκδίδω |
decreto | |
econ. | διάταγμα |
law | κανονιστική απόφαση |
facultativo | |
med. | ιατρός ή παραϊατρικό προσωπικό |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
habilitación | |
law transp. | προσόν |
| |||
διάταγμα; απόφαση (δικαστηρίου); διάταγμα/απόφαση δικαστηρίου | |||
| |||
διάταγμα | |||
κανονιστική απόφαση | |||
| |||
εκδίδω διάταγμα; δημοσιεύω; εκδίδω | |||
Spanish thesaurus | |||
| |||
Una decisión del tribunal. Puede ser 1 “interlocutorio” que significa que no es una decisión final, o 2 “final”, que todos asuntos del caso han sido concluidos |
decreto facultativo : 1 phrase in 1 subject |
Law | 1 |